νόμος

νόμος
3551 νόμος
{сущ., 197}
закон, установление, законоположение.
Ссылки: Мф. 5:17, 18; 7:12; 11:13; 12:5; 22:36, 40; 23:23; Лк. 2:2224, 27, 39; 10:26; 16:16, 17; 24:44; Ин. 1:17, 45; 7:19, 23, 49, 51; 8:5, 17; 10:34; 12:34; 15:25; 18:31; 19:7; Деян. 6:13; 7:53; 13:15, 39; 15:5, 24; 18:13, 15; 21:20, 24, 28; 22:3, 12; 23:3, 29; 24:6, 14; 25:8; 28:23; Рим. 2:1215, 17, 18, 20, 23, 25-27; 3:19-21, 27, 28, 31; 4:13-16; 5:13, 20; 6:14, 15; 7:1-9, 12, 14, 16, 21-23, 25; 8:24, 7; 9:31, 32; 10:4, 5; 13:8, 10; 1Кор. 7:39; 9:8, 9, 20; 14:21, 34; 15:56; Гал. 2:16, 19, 21; 3:2, 5, 10-13, 17-19, 21, 23, 24; 4:4, 5, 21; 5:3, 4, 14, 18, 23; 6:2, 13; Еф. 2:15; Флп. 3:5, 6, 9; 1Тим. 1:8, 9; Евр. 7:5, 12, 16, 19, 28; 8:4, 10; 9:19, 22; 10:1, 8, 16, 28; Иак. 1:25; 2:8-12; 4:11. LXX: 8451 (הָרוֹתּ), 2708 (הָקּחֻ).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "νόμος" в других словарях:

  • Νόμος —         (nomos) (греч.) см. Номос и фюсис. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • νομός — place of pasturage masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… …   Dictionary of Greek

  • νόμος — ο 1. κανόνας δικαίου, γραπτή βούληση οργανωμένης πολιτείας που ρυθμίζει τις σχέσεις πολιτών και κράτους ή τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών. 2. το σύνολο των νόμων, η νομοθεσία. 3. κανόνας που ρυθμίζει ενέργεια ή εκδήλωση του ανθρώπου: Ο νόμος της… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομός — ο διοικητική περιοχή, όπου προΐσταται ο νομάρχης: Νομός Θεσσαλονίκης. – Nομός Σερρών κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… …   Dictionary of Greek

  • Δράμας, νομός — Νομός (3.468 τ. χλμ., 103.975 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Συνορεύει στα Β με τη Βουλγαρία, στα Α με τον νομό Ξάνθης, στα Ν με τον νομό Καβάλας και στα Δ με τον νομό Σερρών. Από τη συνολική της έκταση 402 τ. χλμ. είναι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»